πολυθηρία — πολυθηρίᾱ , πολυθηρία great plenty of game fem nom/voc/acc dual πολυθηρίᾱ , πολυθηρία great plenty of game fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολυθηρία — ἡ, Α [πολύθηρος] η αφθονία θηραμάτων, κυνηγιού … Dictionary of Greek